χαιρέτισμα

χαιρέτισμα
το, Ν [χαιρετίζω]
1. χαιρετισμός
2. στον πληθ. τα χαιρετίσματα
α) αποστολή, με γράμμα ή διαβίβαση μέσω άλλου, χαιρετισμού, ευχών και εκδηλώσεων αγάπης σε κάποιον («τα χαιρετίσματά μου στην οικογένειά σου»)
β) (χωρίς αρθρ.) χαιρετίσματα
ειρων. α) λέγεται για πρόβλεψη αποτυχίας σε κάτι ή για δήλωση τέλειας αδιαφορίας για κάτι
β) δηλώνει τετελεσμένο γεγονός («τώρα πες του χαιρετίσματα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαιρέτισμα — greeting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρέτισμα — το, ατος 1. χαιρετισμός. 2. ο πληθ., τα χαιρετίσματα οι χαιρετισμοί που διαβιβάζονται με επιστολή ή με τρίτο πρόσωπο σε κάποιον: Διαβιβάζεις τα χαιρετίσματά μου στους γονείς σου; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαιρετίσματα — χαιρέτισμα greeting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαιρέτημα — το, Ν [χαιρετώ] χαιρέτισμα, χαιρετισμός …   Dictionary of Greek

  • heretisi — HERETISÍ, heretisesc, vb. IV. tranz. v. hiritisi. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  heretisí (heretisésc, heretisít), vb. – 1. A saluta, a de bineţe. – 2. A felicita. – var. hiritisi, firitisi. Mr. hiriţescu, hiritisescu. ngr. χαιρετίζω …   Dicționar Român

  • χαιρετισμός — ο 1. η ενέργεια του χαιρετίζω, χαιρέτισμα. 2. απόδοση τιμών στη σημαία κ.ά. 3. στον πληθ., οι Χαιρετισμοί σειρά εκκλησιαστικών ύμνων που ψέλνονται προς τιμή της Θεοτόκου και αρχίζουν με τη λέξη «χαίρε» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”