- χαιρέτισμα
- το, Ν [χαιρετίζω]1. χαιρετισμός2. στον πληθ. τα χαιρετίσματαα) αποστολή, με γράμμα ή διαβίβαση μέσω άλλου, χαιρετισμού, ευχών και εκδηλώσεων αγάπης σε κάποιον («τα χαιρετίσματά μου στην οικογένειά σου»)β) (χωρίς αρθρ.) χαιρετίσματαειρων. α) λέγεται για πρόβλεψη αποτυχίας σε κάτι ή για δήλωση τέλειας αδιαφορίας για κάτιβ) δηλώνει τετελεσμένο γεγονός («τώρα πες του χαιρετίσματα»).
Dictionary of Greek. 2013.